- ανάμεσα
- και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ.1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύβ) στο μέσον, διά μέσου2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις4. φρ. «ανάμεσα στ' άλλα», εκτός από τα άλλα, επιπροσθέτως«αυτό θα μείνει ανάμεσα μας», δηλ. μυστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ανάμεσα < αρχ. ἀνάμεσος. Τα ανάμεσον, αναμεσόν < αρχ. ἀναμέσον (συχνό στην Αγ. Γραφή) < έκφρ. ἀνὰ μέσον. Ο αναβιβασμός τού τόνου (στο ανάμεσον) γίνεται κατ' αναλογία προς το ανάμεσα, ενώ ο τονισμός στη λήγουσα (αναμεσόν) προήλθε από συνεκφορά τού ανάμεσον με προσωπικές αντων. ανάμεσόν μας - σας, κατά την οποία ο δεύτερος τόνος βαθμηδόν ενισχυόμενος απομάκρυνε τον πρώτο. Από τον τ. αναμεσόν προήλθαν τα αναμεσού, αναμεσής, αναμεσώς, αντίστοιχα κατά τα τοπικά επιρρ. σε -ού (πρβλ. αλλού, αυτού), -ης (πρβλ. καταμεσής) και κατά τα επιρρ. σε -ώς (πρβλ. ποσώς)].
Dictionary of Greek. 2013.